ζεστάνει

ζεστάνει
поставь подогреть обед;
ζέστανε πιά ο καιρός погода стала тёплой, жаркой;

ζεστάνειο(υ)μαι

1) — согреваться;

2) чувствовать жару;

ζεστάνειομαι — мне жарко;

3) перен. быть согретым, ободрённым;

ζεστάνειομαι με τα καλά σου τα λόγια — твои добрые слова меня ободряют;

§ ζεστάθηκε το κόκχαλό μου я согрелся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ζεστάνει" в других словарях:

  • μελιτζάνα — Κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena, της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό, ιθαγενές της Αφρικής και της Ασίας. Ο βλαστός της καλύπτεται με όρθιο και κοντό τρίχωμα, είναι αποξυλωμένος στη βάση του …   Dictionary of Greek

  • μπάμια — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), άγνωστης καταγωγής. Η επιστημονική ονομασία του είναι ιβίσκος ο εδώδιμος (βλ. λ. ιβίσκος). Συναντάται ημιαυτοφυής στις παραμεσόγειες χώρες. Φτάνει σε ύψος το 0,50 – 1,50 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»